- ἀρετῶσα
- ἀρετάωthrivepres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀρετώσας — ἀρετώσᾱς , ἀρετάω thrive pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) ἀρετώσᾱς , ἀρετάω thrive pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρετώ — ἀρετῶ ( άω) κ. ἀρεταίνω (AM) [αρετή] 1. ευδοκιμώ, προοδεύω 2. διαλέγω τον δρόμο της αρετής 3. φρ. «ἀρετῶσα γῆ», «ἀρετῶσα διάνοια» η γόνιμη, η παραγωγική … Dictionary of Greek